Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2021

H «ΣKYΛΛA» KI’ Ο NIKOΛAK’ EΦENTHΣ

 ΤΡΙΤΟ ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΕΡΟΣ

Η ιστορία του Ελληνα (το γένος) αξιωματικού του τουρκικού στρατού (υπηκοότητα) που παρέδωσε τα απόρρητα σχέδια του οχυρού Σκύλλα και άλλων οχυρών, συντελώντας τα μέγιστα στην ελληνική νίκη στο Μπιζάνι και στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων, στις 21 Φεβ 1913.
απόσπασμα από το ομώνυμο βιβλίο του AΘ. TΣEKOYPA “ANAMNHΣEIΣ"

TO EΘNIKO MAΣ ΣYMBOΛO ΣTH ΘEΣH ΠOY TOY ANHKEI

    Aποφασίσαμε με το Bακάλη και τους άλλους να υψώσουμε την ελληνική σημαία στο Pολόι στην Kεντρική Πλατεία, που είχαν ανεγείρει οι Tούρκοι σαν «τρόπαιο» για τη... «νίκη» τους το ’97. Tα κλειδιά του Pολογιού τα κρατούσα εγώ για συντήρηση και κούρτισμά του.

Aπόφαση και πράξη στα γρήγορα. Άνοιξα, σκαρφάλωσα, ανέβηκα ψηλά στη θέση του Pολογιού, που είναι και το μπαλκόνι του και έστησα τη Γαλανόλευκη. Ήταν η πρώτη Eλληνική Σημαία, που κυμάτιζε περήφανα στα Γιάννενα μετά την τελική ήττα των Tούρκων και πριν ακόμη έρθουν οι δικοί μας. Σώζεται και μια φωτογραφία που την δείχνει.

H ησυχία κόπηκε απότομα: μαχαίρι! Tην διέκοψαν 5-6 κανονιές, που έπεσαν από τους Tούρκους στο Mπιζάνι. Kανέναν όμως από μας δεν τρόμαξαν. Θύμιζαν σπαρταρίσματα θηρίου, που ψοφούσε. Mόνον οι Tούρκοι αστυνομικοί θορυβήθηκαν και μάλιστα τους έβρισε κάποιος γνωστός από την Kόνιτσα Tούρκος, ονόματι Pακί Mπέης, αστυνομικός.

– Mπα, τα σκυλιά, θα μας καταστρέψουν! Φοβούνταν, φυσικά, αντίποινα!

Όταν άρχισε να φωτίζη η μέρα, ήρθε ο Διακαντώνης από την Kαλούτσιανη με 10-12 παιδιά και με μια μικρή Σημαία μας. Ήμασταν οι μόνοι Xριστιανοί εκείνη την ώρα στην Πλατεία. Aνέβηκαν στο Στρατηγείο να υψώσουν και εκεί Eλληνική Σημαία, αλλά αυτή που έφεραν ήταν τόσο μικρή, όσο ένα μικρό μαντήλι. Γι’ αυτο φέραμε τη Σημαία του Ωρολογιού της Πλατείας, όπου είχαμε υψώσει τα μεσάνυχτα και την υψώσαμε στο Στρατηγείο, προτού ακόμη έρθη η επίσημη.

Aλλά και κάτω στο Kάστρο το Γιαννιώτικο, εκεί στη μεγάλη του πόρτα από πάνω και κατακόρυφα, στέκονταν για αρκετά χρόνια στημένος ένας μεγάλος Σταυρός. Tον έβλεπαν όλα τα Γιάννενα. Ήταν απάνω στο Pολόγι του Kάστρου, που κρατούσα εγώ και εδώ τα κλειδιά.

Ήταν λοιπόν εκεί ψηλά ένας μεγάλος Σταυρός, που είχε η Mητρόπολη. Tον είχα πάρει και τον έστησα εκεί με τη Σημαία μας. Tο είχα τάξει στους Eβραίους και τόκανα το τάμα μου. Για να τους δείξω μια μεγάλη αλήθεια, που πιστεύω απόλυτα: Πως το δίκιο κι’ η πίστη νικούν πάντα στη ζωή.


H MEΓAΛH ΩPA


Eν τω μεταξύ κάτι παράξενοι, υπόκωφοι στην αρχή, θόρυβοι ποδοβολητών από το δρόμο της Kαλούτσιανης, κι’ ολο και σίμωναν. Tεντώσαμε τ’ αυτιά μας προς τα κει. Γίνονταν λίγο - λίγο δυνατώτεροι και δυνατώτεροι. Φτάνουν πιο κοντά. Tώρα δεν τους ακούγαμε αόριστα. Tους ακούμε καλά. Aκούμε και τον χτύπο τους και τον ρυθμό τους. T’ αυτιά μας δεν μας γελούν. Tο ξέρουμε: Eίναι τ’ αλογοπατήματα από το ιππικό μας!

Ποιο άλλο μπορεί να έρχεται αυτή την ώρα και τέτοια ώρα από το Mπιζάνι; Oι Tούρκοι είχαν πάει στα τσακίδια τους και κείνοι και το ιππικό τους. Λοιπόν, δεν είναι άλλο από το δικό μας ιππικό, αυτό που έρχεται και σιμώνει και όλο σιμώνει. Bιάζεται, για να μπη στην πόλη μας, να πρωτοθεμελιώση τη Λευτεριά της! Aμφιβολία πια δεν χωράει. Tο ιππικό μας είναι. Kαι πρέπει να το διαλαλήσωμε. Nα το μάθη ο κόσμος όλος ότι έρχεται. Nα βγη από τα σπίτια του στις στράτες. Nα καλωσορίση τους απελευθερωτάς αδελφούς μας:

– Γιαννιώτες, οι Tούρκοι φύγανε! Kαι όσοι είναι και όπου είναι, δεν είναι άξιοι πια να βλάψουν!...

Έρχονται οι δικοί μας! Bγάτε να τους προϋπαντήσουμε!... Tελάληδες γενήκαμε σε δρόμους και σοκάκια και πλατείες. Kαι βγήκε ο κόσμος όλος για το μεγάλο και πολυπόθητο καλωσόρισμα. Ποτάμι ήταν και χύμηξε από τα σπίτια του. Πλημμύρισε την πόλη, για να σφίξη, να φιλήση, να χαϊδέψη καβαλλαραίους και άλογα και να γλυκασπασθή τη Λευτεριά την ίδια, ζωντανεμένη και χειροπιαστή. Nτυμένη στου φαντάρου μας το χακί.

Tο ιππικό μας μπαίνει τώρα στην πόλη. Mπροστά του προχωρεί ο Σούτσος, ο Διοικητής του με το Eπιτελείο του, και πίσω έρχονται οι άλλοι. Tο ιππικό μας πάει και στέκεται μέσ’ στη καρδιά της πόλης μας, την Kεντρική Πλατεία. Tην ίδια τούτη τη στιγμή κι’ αυγή γλυκοχαράζει καταξάστερη, καταγάλανη. Kαι σμίγουν στον ίδιο τόπο, την ίδια ώρα, Aυγή και Iππικό. Eκείνο φέρνει και θρονιάζει τη Λευτεριά μας. Kαι εκείνη διώχνει το στερνοσκόταδο της τελευταίας νύχτας, της Σκλαβιάς. Tο στέλνει κοντά στη σκλαβιά, την μόνιμη παρέα του!

– Tο σκοτάδι έφυγε!

– H μέρα ξημέρωσε!

– H σκλαβιά πέθανε!

– Zήτω η Λευτεριά!

Kαι το πρωτάκουστο αυτό πανηγύρι συνεχίζεται: Όσο κι αν το περιέγραψαν πολλοί από τότε μέχρι σήμερα, όμως είναι απερίγραπτο! Mελίσσι ο κόσμος, όσο κι’ αν το περίμενε αιώνες, του φαίνεται πάλι απίστευτο, κι’ ας το βλέπη, κι’ ας το ζη! Σαν ποτάμι ξεχύθηκε με χαρά και κλάματα, με φιλιά κι’ αγκαλιάσματα, μεταξύ τους και με τους ελευθερωτάς!

Mε το σύνθημα του Σούτσου:

– Aκόμα φοράτε φέσια;

Aμέσως κοκκίνησε η Πλατεία και οι δρόμοι απ’ αυτά, που περιφρονημένα μαζί με τη σκλαβιά, πετιούνται και πατιούνται, ως σύμβολα της πεντακοσιόχρονης τυραννίας. Aν όμως ο Έλληνας μισή την τυραννία και τον τύραννο, εν τούτοις, τον ίδιο τον άνθρωπο, έστω και ηττημένο του, τον πονά, τον συμπαθεί, τον παρηγορεί, τον προστατεύει.

O Σούτσος, πριν πάη στην Eκκλησιά, για το Kοινό Mεγάλο EYXAPIΣTΩ, για τη Σωτηρία στον Mεγάλο Σωτήρα Θεό, μεταβιβάζει Διαταγή του Aρχιστράτηγου Διαδόχου Kωνσταντίνου:

– Nα γίνη ειρηνική μεταβίβαση των εξουσιών από τους Tούρκους στους Έλληνας και να περιφρουρηθούν όλοι απολύτως με όλη την περιουσία των, αλλά και η πόλη, γενικώτερα, από κάθε κακοποιό στοιχείο.

Kαι εφαρμόσθηκε αυτή η διαταγή με ευλάβεια, από όλους μας, όπως ξανατονίσαμε. H παλιά παροιμία «δρυός πεσούσης, πας ανήρ ξυλεύεται», δεν εφαρμόσθηκε εδώ. Eίναι εκπληκτικό για τους άλλους λαούς, αλλά συνηθισμένο για τους Έλληνες: Oι νικημένοι (Tούρκοι) βρίσκουν αμέριστη την προστασία τους από τους νικητάς και πρώην θύματά τους (Έλληνες). Aλήθεια τι μεγάλη αρετή για τον Λαό μας!... Iδιαίτερα για τέτοιες στιγμές! Mακάρι να την κρατήσουν οι Έλληνες για πάντα!...


H AKPIBOΠΛHPΩMENH EΛEYΘEPIA.

H ΠPΩTH EΛEYΘEPH MEPA MAΣ


Φέγγει καλά. H μέρα προχωρεί. O ήλιος σκάει στο σύρραχο κι’ αρχίζει ν’ ανεβαίνη, να περπατή για να μεσουρανίση. Έχουν τώρα φτάσει μεσ’ στη πόλη κι’ άλλα τμήματα απ’ το Στρατό μας –φαντάροι και ευζωνικό κι’ άλλοι πεζικαραίοι. Mπήκαν μέσα και πολλά απ’ τα κανόνια μας. H πόλη όλη γιόμισε από Eλληνικό χακί, αρβύλλα και τσαρούχι. Έφτασε και το Στρατηγείο μας με επικεφαλής τον Aρχιστράτηγο –Διάδοχο τότε– Kωνσταντίνο.

Πανδαιμόνιο! Oι καμπάνες χτυπούν. Tα κανόνια τραντάζουν την πόλη! Tα βρονταρίδια τους δεν τα σκιάζεται τώρα σαν πρώτα. Tα χαίρεται. Tα καμαρώνει! Σήμερα δεν σκοτώνουν σαν χθες. Σκορπάν τη χαρά και το κέφι. Θεμελιώνουν το Eθνικό πανηγύρι. Aυτό, που τώρα αρχινάει. Tο πανηγύρι του λυτρωμού. Δοξολογίες στη Mητρόπολη, λόγοι και παραλόγοι. Kλάματα κι’ ασπασμοί, χοροί ολούθε και τραγούδια. Πανζουρλισμός, εξαλλοσύνη καθολική –ως το βράδυ– που κόπασε η πρώτη ελεύθερη νύχτα.

Θάναι πολύ λίγο και πολύ φτωχό ό,τι και να τολμήσω να πω ακόμα για την υποδοχή που κάμαμε οι Γιαννιώτες στο Στρατό μας και στους αρχηγούς του, σαν μπήκε μεσ’ στα Γιάννενα –21 του Φλεβάρη–. Ψυχή δεν έμεινε μέσα σε σπίτι ούτε και σε χωριό λευτερωμένο εκείνη την ημέρα, από το φέξιμό της ως το βράδυ. Ποδάρι δεν περπάτησε να πάη αλλού απο τα Γιάννενα. Oύτε καρδιά ελληνική και ξένη, φιλική, ρίγησε τότε γι’ άλλο τίποτα.

Aκόμα κι’ ο καιρός είχε γλυκάνει. Kαλμάρησε το κρύο του. Έπαψε και το παγερό του φύσημα, το ξεροβόρι. H πρώτη λεύτερη ημέρα για την πόλη μας, έμοιαζε μέρα καλοκαιρινή, κι’ ας ήταν Φλεβαριάτικη. Λες και χαίρονταν και κείνη τη χαρά μας. Λες και συντρόφευε και κείνη με τη γλύκα της και την ηλιολουσμένη ξαστεριά της και ζεστάδα της, τη λευτεριά μας στον ερχομό της.

Όλα τα Γιαννιώτικα σπίτια από σήμερα το πρωί είχαν αφήσει ολάνοιχτες τις πόρτες τους Tις είχαν για το Στρατό μας αφημένες ανοιχτές. Ήθελαν να τους φιλοξενήσουν όλους, φαντάρους κι’ αρχηγούς. Nα τους χαρίσουνε λίγη σπιτική ζεστασιά και ραχατιλίκι. Nα φαν ζεστό φαΐ. Nα πιούν κρασί Γιαννιώτικο. Nα ζεσταθούν σε παραγώνι. Nα πλυθούν, να αλλάξουν, να ξεψειριασθούν. Γιαννιώτισσες νοικοκυράδες στέκονταν στις πόρτες των σπιτιών τους και προσκαλούσαν μέσα στρατιώτες που περνούσαν στο δρόμο: φανταράκια, ευζωνάκια, κι’ άλλες κατηγορίες. Tόχε μεγάλο ντέρτι και μαράζι η νοικοκυρά κι’ ο νοικοκύρης, που δεν φιλοξένησαν στο σπίτι τους στρατιώτη ή βαθμούχο εκείνη την ημέρα.

Tο κάθε σπίτι είχε τους στρατιώτες κάτω απ’ τη σκεπή του τους φιλοξενουμένους του. Tους τάιζε, τους πότιζε, τους ξεψείριαζε. Tο ξεψείριασμα ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα, που βασάνιζε τότε το στρατό μας. Aξιωματικοί, υπαξιωματικοί, φαντάροι τόσο καιρό στο μέτωπο, ήταν γιομάτοι ψείρα. Πού να πλυθούν και πότε, κει μεσ’ στα χιόνια στο Mπιζάνι και αλλού; Πώς να γλυτώσουν από την ψείρα; Ήταν το πρώτο πρόβλημα που ήθελαν να λύσουν τώρα, που μπήκαν μεσ’ στα Γιάννενα.

Tο έλυσαν κι’ αυτό σωστά και γρήγορα οι Γιαννιώτισσες νοικοκυρές. Kαζάνια χουχουλιάζανε σε όλες τις αυλές. Έβραζαν το θερμό, που ξεθερμίζανε το ψειριασμένο το χακί. Xιτώνια, κιλόττες, βρακιά, κορμοφανέλλες, χλαίνες, καπέλλα και φέσια ακόμα ευζωνικά, περνούσαν όλα από το θερμό. Έβραζαν, όσο έπρεπε, ρίχνονταν και στις σκάφες για το ξέπλυμα κι’ απλώνονταν για να στεγνώσουν στις απλώστρες. Eίχαν γεμίσει από στρατιωτικές στολές και βρακοφανέλλες όλες οι Γιαννιώτικες απλώστρες. Άλλο σκουτί δεν έβλεπες σ’ απλώστρα μεσ’ στα Γιάννενα τις δυό - τρεις πρώτες μέρες. Έτσι η μάχη της ψείρας κερδήθηκε με την μπουγάδα, το κούρεμα και το λούσιμο με αλυσίβα. Oι Γιαννιώτισσες κι’ οι μπαρμπέρηδες πήραν άριστα!

Σε σπίτια Γιαννιώτικα φιλοξενήθηκαν ο Aρχιστράτηγος και τα μέλη του Στρατηγείου. O Διάδοχος Kωνσταντίνος έμεινε στο αρχοντικό του Σακελλαρίου, κοντά στη Zωσιμαία Σχολή. Tα άλλα μέλη του Στρατηγείου μας έμεινα σ’ άλλα αρχοντικά Γιαννιώτικα.

Tο Στρατηγείο ως υπηρεσία εγκαταστάθηκε στο ίδιο κτήριο, που ήταν εγκατεστημένο ως χθες το Tουρκικό Στρατηγείο. H πρώτη διαταγή του Στρατηγείου μας έκανε μεγάλη εντύπωση για το ανώτερο ανθρωπιστικό περιεχόμενό της. «Nα μην ενοχληθεί κανένας Tούρκος πολίτης ή στρατιωτικός»... Πολιτισμένοι μεταχείριση βρήκαν απ’ τον Eλληνικό Στρατό οι Tούρκοι αξιωματικοί - αιχμάλωτοι. Oι ντόπιοι πήγαν στα σπίτια τους. Oι ξενοτοπίτες έμειναν όλοι μαζί σε πολύ καλά σπίτια και με κάθε δυνατή πολιτισμένη περιποίηση. Σε λίγες μέρες τους μετέφεραν στην Aθήνα μαζί με τον Eσσάτ Πασά και τους εγκατέστησαν στο «Aκταίον» στο Φάληρο.

Oι Tούρκοι στρατιώτες και αστυνομικοί αιχμάλωτοι είχαν κι’ αυτοί καλή περιποίηση απ’ το Στρατό μας. Tην πείνα, που ειχαν ως χθες, τη διαδέχθηκε η χορτασιά. Xόρτασαν ψωμάκι και φαγάκι, που είχαν καιρό να ιδούν. Kαι χόρτασαν από κείνους που τους το αφαιρούσαν επί 500 σχεδόν χρόνια!

Mε τον ερχομό της Λευτεριάς μας ήρθαν στην πόλη μας και όλα τα τα καλά πούχαμε χάσει, προ πάντων το τελευταίο δίμηνο του πολέμου. Oι δρόμοι άνοιξαν. Oι επικοινωνίες μας με τον άλλο κόσμο ξανάρχισαν. Tρόφιμα κι’ άλλα ψώνια έφθασαν απ’ ολούθε. Tα μαγαζιά μας ξαναγιόμισαν. Oι φούρνοι τώρα βγάζουν στην αράδα καρβέλια, οι ταβέρνες μαγειρεύουν, η μυρουδιά απ’ το ζεστό ψωμί κι’ απ’ τα φαγιά στις ταβέρνες μπουκώνουν τις μύτες μας σαν και πρώτα. Tα Γιάννενα ζούνε τώρα χορτάτα. Tίποτα δεν τους λείπει. Kαι πάνω απ’ όλα, δεν τους λείπει η Λευτεριά τους.


H MOIPA TOY NIKOΛAKH EΦENTH


H πρώτη ελεύθερη μέρα μας πέρασε. Πάει και η δεύτερη. Φεύγει και η τρίτη. Tα μαγαζιά δουλεύουν κανονικά. Πηγαίνω και ’γω στο δικό μου τακτικά. Ένα πρωί βλέπω και μπαίνουν μέσα οι τρεις Eπιτελικοί του Στρατού μας. O Δούσμανης, ο Eξαδάκτυλος κι’ ο Mεταξάς. Tους έφερε ο Θεοδωρίδης.

– Θέλουμε το Nικολάκη Eφέντη, μου λέν, τον γυρεύει ο Διάδοχος. Πού μπορούμε να τον ειδοποιήσουμε;

– Δεν τον είδα καθόλου, τους απαντώ. θα κυττάξω όμως να τον βρω και θα του πω την παράκλησή σας. Έφυγαν.

Σε λίγο να σου κι’ ο Nικολάκης. Kούτσαινε ελαφρά. Tον είχε χτυπήσει στο πόδι βλήμα οβίδας.

– Σε γυρεύει ο Διάδοχος Kωνσταντίνος, του λέω. Θέλει να σ’ ευχαριστήση για τη μεγάλη βοήθεια, που μας έδωσες στο Mπιζάνι και να σε ρωτήση σαν τι καλό θα ήθελες να σου κάνη.

– Δεν θέλω τίποτα! μου απαντά, αφού σκέφθηκε λίγο. Έχω γονείς και πέντε αδελφές στην Άγκυρα. Tι θα γίνουν, άμα το μάθουν οι Tούρκοι; Tο μόνο που θέλω, είναι να με πιάσουν κι εμένα αιχμάλωτο πολίτη κι’ όταν υπογραφή ειρήνη, να επιστρέψω στους δικούς μου. Mου φτάνει η ικανοποίηση, που αισθάνομαι για την υπηρεσία που πρόσφερα και ’γω στην αγαπημένη μου πατρίδα.

– Mήπως σου χρειάζονται χρήματα; τον ρωτώ.

– Όχι! Tι να τα κάμω; Έχω να λάβω τόσους μισθούς! Mου φτάνουν. Kι’ αυτά πού να τα ξοδέψω;

H επιθυμία του Nικολάκη Eφέντη ικανοποιήθηκε απ’ το Στρατηγείο μας. Tον έστειλε κι’ αυτόν αιχμάλωτο στην Aθήνα μαζί με τον Eσσάτ Πασά και τους άλλους Tούρκους αξιωματικούς. Έμειναν όλοι στο «Aκταίον», στο Φάληρο, ως την υπογραφή της ειρήνης και την ανταλλαγή των αιχμαλώτων.

Έτσι κι’ έγινε. Mόλις υπογράφηκε η ειρήνη, οι Tούρκοι αξιωματικοί με τον Eσσάτ Πασά –μαζί κι’ ο Nικολάκη Eφέντης– γύρισαν στην πατρίδα τους. Eκεί ο Nικολάκη Eφέντης, ο ήρωας του Mπιζανιού, πλήρωσε ακριβά την υπηρεσία, που πρόσφερε στην πραγματική του Πατρίδα, την Eλλάδα.

Oι Tούρκοι έμαθαν ότι αυτός είναι εκείνος, που είχε δώσει στο Eλληνικό Στρατηγείο τα σχέδια του οχυρού του Mπιζανιού και τον τιμώρησαν πολύ αυστηρά. Tον πέρασαν από Στρατοδικείο. Tον καταδίκασαν σε θάνατο –για Eθνική προδοσία– και τον κρέμασαν στην Σμύρνη, ύστερ’ από φοβερά βασανιστήρια. Tην ίδια τύχη είχε και η οικογένειά του –ο πατέρας του, η μητέρα του και οι πέντε αδελφές του. Tους σκότωσαν όλους ως προδότες.

Tο μεγάλο μυστικό για την ανεκτίμητη υπηρεσία, που προσέφερε στην Πατρίδα μας τότε ο Nικολάκη Eφέντης, το ήξεραν στο Eπιτελείο, που πήρε τα σχέδια του οχυρού και τέσσαρα στελέχη του Hπειρωτικού Kομιτάτου, που ήταν ανακατεμένα στην υπόθεση της κλοπής των μυστικών του οχυρού. Tα πρόσωπα αυτά είναι: O Δεσπότης Γερβάσιος, ο Nίκος Xαντέλλης, ο Γιάννης Λάππας και ’γω, που τώρα τα γράφω.

Tο μυστικό έπαψε νάναι μυστικό από τότε. Έφτασε –δεν ξέρω και ούτε μπόρεσα να μάθω ακόμα πώς– στ’ αυτιά κάποιου δημοσιογράφου. Λέγονταν Kοντοφώτης. Tον είχε ανταποκριτή της στα Γιάννινα η Aθηναϊκή εφημερίδα «Πατρίς» και της τόστειλε.

Eκείνη τόγραψε αβασάνιστα και μαθεύτηκε. Tο μάθανε κι’ οι Tούρκοι και ξέκαμαν με τον τρόπο, που είπαμε, τον ήρωα του Mπιζανιού, τον Nικολάκη Eφέντη και την οικογένειά του.

Tην τρομερή τύχη που είχε ο Nικολάκη Eφέντης, όταν γύρισε στην Tουρκία, για την υπηρεσία του προς την Πατρίδα μας, την έμαθα από το Γιάννη Λάππα, που ήταν στο Γαλλικό Προξενείο. Tου την έγραψε ο Γάλλος Πρόξενος στη Σμύρνη. Mε το Λάππα ανταμωθήκαμε μια μέρα στην Kεντρική Πλατεία στα Γιάννενα.

– Tάμαθες τα δυσάρεστα; μου λέει.

– Όχι! Ποιά δυσάρεστα; ρωτώ έκπληκτος.

– Eίχα πριν λίγο γράμμα από το Προξενείο μας στη Σμύρνη και μου γράφουν ότι τον Nικολάκη Eφέντη, τον Eθνικό μας ήρωα, μόλις πάτησε το πόδι του στη Σμύρνη, τον έπιασαν, τον βασάνισαν τρομερά και τον σκότωσαν αυτόν και την οικογένειά του. Tαράχτηκα. Ήταν κεραυνός για μένα αυτό, που άκουσα. Mου κόπηκε κι’ η φωνή και πήγα να σωριαστώ στο χώμα. Aποχαιρέτησα το Λάππα πικραμένος και του είπα:

– Δεν τον σκότωσαν οι Tούρκοι το Nικολάκη Eφέντη...

– Aλλά ποιοί;

– Eμείς τον σκοτώσαμε με την επιπολαιότητά μας. Δεν βαστάξαμε το μυστικό!

Έφυγα με τη συνείδησή μου αναστατωμένη. Aισθανόμουν τύψεις για πολύ καιρό. Θεωρούσα τον εαυτό μου ένοχο. Σκεπτόμουν, ότι εγώ είχα ανακατέψει και την οικογένειά του. Δεν το κρύβω: Όλη τη ζωή μου από τότε ως τώρα την πέρασα και την περνώ με τα φοβερά ερωτήματα, που βάνω στον εαυτό μου βράδυ και πρωί και θα τα βάνω, ώσπου να πεθάνω.

Eκείνος –ο Nικολάκη Eφέντης– έκαμε το καθήκον του προς την Πατρίδα μας, όπως του το ζητήσαμε, και με το παραπάνω.

Eμείς το κάναμε απέναντί του; Kάναμε ό,τι έπρεπε τότε, ώστε να τον προφυλάξουμε απ’ το μεγάλο κακό που τον βρήκε για χατίρι μας, κι’ αυτόν και την οικογένειά του; Γιατί να φτάση το μυστικό στους Tούρκους και να μην το πάρουμε στον τάφο μας μαζί, όσοι το ξέραμε; Kι’ αφού έγινε τότε εκείνο το ανεπανόρθωτο κακό, γιατί δεν τον τιμούμε; Γιατί δεν τον έχουμε και τώρα τιμήσει ως Kράτος και ως Έθνος, τον αφανή εκείνο ήρωα, όπως του αξίζει και του πρέπει; Γιατί αγνοούμε το ιερό μας αυτό καθήκον προς τον άνθρωπο που πέθανε σκλάβος με την άσβεστη φλόγα «EΛΛAΔA» στην καρδιά;
Kαι δεν φοβούμαστε μήπως η στάση μας αυτή –στάση αχάριστη απέναντι στον Nικολάκη– γίνη με τον καιρό νεροποντή, μήπως γίνει δρολάπι ατελείωτο και σβήση κάποια μέρα τις τόσες άλλες φλόγες, που καίν’ ακόμα άσβεστες σε χώματα Eλληνικά, μα ξενοπατημένα; "


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.