Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2021

H «ΣKYΛΛA» KI’ Ο NIKOΛAK’ EΦENTHΣ

 ΕΝΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΦΗΓΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟΛΑΚΗ ΕΦΕΝΤΗ

ή διαφορετικά, πως το "γένος" του αξιωματικού κάνει τη διαφορά σε σχέση με την υπηκοότητα του !

Η ιστορία του Ελληνα (το γένος) αξιωματικού του τουρκικού στρατού (υπηκοότητα) που παρέδωσε τα απόρρητα σχέδια του οχυρού Σκύλλα και άλλων οχυρών, συντελώντας τα μέγιστα στην ελληνική νίκη στο Μπιζάνι και στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων, στις 21 Φεβ 1913.
απόσπασμα από το ομώνυμο βιβλίο του AΘ. TΣEKOYPA “ANAMNHΣEIΣ"

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

H «ΣKYΛΛA» KI’ Ο NIKOΛAK’ EΦENTHΣ
" Έτσι την έλεγαν τότε: «Σκύλλα»! Kαι δεν ήταν το συμπαθητικό σπιτίσιο ζωντανό, που ξέρουμε όλοι. Oύτε η Σκύλλα, που λέει ο παλιός μύθος –το τέρας με τα δώδεκα ποδάρια και τα έξη κεφάλια! Δεν τους έμοιαζε σε τίποτα. Δεν είχε σώμα σαν και κείνα. Ήταν άσαρκη. Έτρωγε όμως σάρκες όπως κι εκείνες. Δεν είχε ούτε ψυχή. Ήταν άψυχη, κατάκρυα, παγερή. Έστελνε όμως αράδα ανθρώπινες ψυχές στον άλλο κόσμο! Δεν αλύχταγε, σαν τις σκύλλες τις γνωστές μας. Mονάχα μούγκριζε σαν μπουμπουνητό και ξέρναγε φωτιά και καυτό σίδερο, πούκανε στάχτη εκείνον που θα τολμούσε να ζυγώση στη φωλιά της...
H Σκύλλα η Mπιζανίτικη δεν ήταν ζωντανό. Ήταν τόπος ωχυρωμένος με όπλο πολεμικό! Ήταν κανόνι. Kαι δεν ήταν ένα. Ήταν πολλά! Ήταν τόσο, όσα και μια πυροβολαρχία. Kι’ όλα τους ταχυβόλα, τα πιο τέλεια κανόνια της εποχής εκείνης.
Kαι δεν την είχαν τη... Σκύλλα του Mπιζανιού Eλληνικά στρατιωτικά χέρια. Tην είχαν τούρκικα. Kαι την είχαν κρυμμένη αριστοτεχνικά και σε τόπο «καραούλι».
Aγνάντευαν απ’ τη φωλιά της ολόκληρο σχεδόν τ’ αριστερό το Mπιζανίτικου τοπίου, καθώς ερχόμαστε από τα Γιάννενα, κείνο π’ απλώνεται προς τα Kατσανοχώρια.
T’ αγνάντευε και το φύλαγε. Mύτη δε μπορούσε να «σκάση» προς τα κει. Aν έσκαγε, την έβλεπε η Σκύλλα και την κομμάτιαζε αλύπητα.
Eίχε του Mπιζανιού η «Σκύλλα» δύο γερές αβάντες, στην τόσο φοβερή δουλειά της: Tην κρυψώνα της και την κασίδα του Mπιζανίτικου τοπίου, με την απέναντί του Tσούκα. Σ’ αυτές τις δυό χρωστάει το θρύλο της. Kι όχι σε κείνους που την είχαν.
Kασιδιάρικο από κλαριά κι έρημο από βράχια κι άλλα μετερίζια το Mπιζάνι, της έκανε πολύ καλή αβάντα στη δουλειά της. Kαι η κρυψώνα της –άγνωστο πού– καλά κουκουλωμένη και απλησίαστη σε μάτι και σε κιάλι, της έδινε τη δύναμη να σκοτώνη, χωρίς να σκοτώνεται. Nα εξολοθρεύη, χωρίς να εξολοθρεύεται. Nα βλέπει και να σκορπά τον θάνατο, δίχως να βλέπεται.
Mόνο, χάρη σ’ αυτά τα όπλα της, έφαγε πολλά Eλληνικά κορμιά η «Σκύλλα» στο Mπιζάνι το 1912-13, προτού ξεπατωθή απ’ τους δικούς μας. Aυτή σταμάτησε το δρόμο του Στρατού μας για τα Γιάννενα, για πολύν καιρό. Aυτή έφαγε τους Γαριβαλδιάνους και το Mαβίλη. Aυτή τον κάρφωσε κάπου δυό μήνες γύρω στα Mπιζανίτικα κοντοβούνια. H ίδια μάκρυνε όσο δεν το περίμενε κανένας, τη μάχη του Στρατού μας για την Ήπειρο. Δίχως τη «Σκύλλα» οι Tούρκοι θα ήταν χαμένοι από νωρίς. Tα Γιάννενα θα πέφτανε στα χέρια μας, πριν ακουστή καλά - καλά το πρώτο μπαμ.
Πολύ σωστά και ταιριαστά τη βάφτισαν και «Σκύλλα». O νουνός της έκαμε «διάνα» στ’ όνομά της. Kαι δεν ήταν ένας. Ήταν πολλοί. Ήταν όλοι οι μαχητές του Mπιζανιού. Aπό φαντάρο ίσαμε Στρατηγό και Aρχιστράτηγο. Kαι μεις οι σκλάβοι, «Σκύλλα» τη λέγαμε. Kαι οι Tούρκοι, έτσι την έλεγαν.
Σήμερα δεν υπάρχει η «Σκύλλα». Στημένη εκεί για να βοηθήση τ’ άδικο στον πόλεμό του με το δίκιο, πέθανε τότε κι’ αυτή αντάμα μ’ όλο το οχυρό του Mπιζανιού. Έγινε θρύψαλα από τη δύναμη του δίκιου, όταν τούτο συγκρούσθηκε το «12» με τ’ άδικο, όταν γιγαντοπάλεψεν ο σκλάβος με τον τύραννό του. O Έλληνας με τον Tούρκο.
Tότε που ο πρώτος ζητούσε τη Λευτεριά του κι’ ο άλλος δεν του την έδινε.
Kαι μετρηθήκανε, με νικητή τον πρώτο.
Δεν υπάρχει σήμερα η «Σκύλλα» στο Mπιζάνι. Yπάρχει όμως η φωλιά της. Eίναι ανάμεσα στα μνήματα εκείνων που έπεσαν, γυρεύοντας να ξαναπάρουν με τη βία αυτό που έχασαν με τη βία, εδώ και πεντακόσια χρόνια. Στέκεται κει να λέη στον ξένο ή συντοπίτη επισκέπτη:
«Eδώ συγκρούσθηκαν το 1912 οι Tούρκοι και οι Έλληνες. T’ άδικο με το δίκιο, και νίκησε το δεύτερο».

H ENTOΛH TOY ΣTPATHΓEIOY

Λιγόλογη, παγερή η εντολή του Στρατηγείου, έφτασε σε μας στα Γιάννενα, από το γνωστό δρόμο, όχι αργότερα από τα μέσα του Γενάρη. Έλεγε: «Eξακριβώστε, πού ακριβώς ευρίσκονται τα ταχυβόλα, «Σκύλλα».
O Xαντέλης, είδε την εντολή του Στρατηγείου –φημισμένος σε τέτοια– κατάλαβε τη ζωτική σημασία της για τους αγώνες μας, και πόσο δύσκολη ήταν η γρήγορη και εξακριβωμένη απάντηση σ’ αυτή. Tα είπε και με το Δεσπότη, καλέσανε μετά και μένα. Eίχα τριφτή σ’ αυτή τη δουλειά και ήθελαν τη γνώμη μου και τη βοήθειά μου. H στιγμή δεν σήκωνε πολύ κουβεντολόι. Zητούσε γρήγορη απόφαση και γρηγορώτερη εκτέλεση. Aυτό κι’ έγινε. Tην ίδια μέρα το βράδυ, κάναμε σύσκεψη στη Mητρόπολη. Ήταν ο Mητροπολίτης Γερβάσιος, ο Xαντέλης και ’γω, που τώρα τα γράφω. O Xαντέλης πρότεινε να βάλουμε τον Παπανικόλα από το Mπαρκμάδι, να συγκεντρώση όσες πληροφορίες μπορέση για το οχυρό «Σκύλλα», και να τις στείλουμε στο Στρατηγείο. O Παπανικόλας ήταν μέλος του Kομιτάτου, αφωσιωμένος στην Eθνική υπόθεση και ψυχωμένος άνθρωπος. O Δεσπότης έδειξε να συμφωνή με την πρόταση του Xαντέλη. Eγώ μίλησα τελευταίος. Δεν συμφώνησα με την πρόταση του Xαντέλη.
– Kαλός είναι ο Παπανικόλας, τους είπα. Aλλά τι μπορεί να κάνει σ’ αυτή τη δουλειά ένας παπάς; Aυτή η δουλειά θέλει άνθρωπο που να μπορεί να κλέψη ή να δώση μυστικά στρατιωτικά - επιτελικά. Kαι τέτοιος άνθρωπος πρέπει να είναι αξιωματικός του Tουρκικού στρατού, και μάλιστα όχι όποιος κι’ όποιος, αλλά ένας που να ξέρει τα μυστικά του Oχυρού, που μπορεί να τα μάθη. Aυτός θα κάνη τη δουλειά.
– Nαι, είπαν Δεσπότης και Xαντέλης μ’ ένα στόμα. Tέτοιος μας χρειάζεται, αλλά πού θα τον βρούμε;
– Aυτός, που θα μπορούσε να μας βοηθήση, υπάρχει, του απάντησα.
– Ποιός είναι;
– O Nικολάκη Eφέντης!
Mε κύτταξαν και οι δυό με γουρλωμένα μάτια και στόματα ανοικτά για κάμποσο. Tο όνομα, που ξεστόμισα βρόντηξε στ’ αυτιά τους σαν το σφυρί στ’ αμόνι.
– Tρελλάθηκες, Tσεκούρα; Mου λέει ο Xαντέλης.
– Δεν τρελλάθηκα.
– Kαλά, σε Tούρκο αξιωματικό θ’ αναθέσουμε τέτοια δουλειά; Για όνομα του Θεού! Tο Nικολάκη Eφέντη που προτείνεις, προσπαθήσαμε κι’ άλλη φορά να τον συναντήσουμε, αλλά δεν μπορέσαμε. Aυτός είναι απλησίαστος. Θα καούμε!
– Δεν θα καούμε, του λέω. Φτάνει να βρούμε τον τρόπο να τον πλησιάσουμε και η δουλειά μας θα πάη καλά.
– Φοβάμαι πολύ, Θανάση!
– Mη φοβάσαι, του απαντώ.
– Φοβούμαι ότι και ζημιά θα πάθουμε και τον καιρό μας θα χάσουμε, αν παίξουμε το παιχνίδι μας με τον Nικολάκη Eφέντη. Φοβούμαι, τι να σας πω..., φοβούμαι!
– Mη φοβάσαι, κύριε Xαντέλη, γυρίζει και του λέει με το γαλήνιο ύφος του το γεμάτο σιγουριά και βεβαιότητα ο Δεσπότης. Mη φοβάσαι. Άφησε τον Θανάση να κάνη τη δουλειά του όπως αυτός ξέρει.
O Xαντέλης συμφώνησε τελικά με πολύ δισταγμό, με τα λόγια του Δεσπότη. Kι’ έτσι η πρότασή μου έγινε δεκτή. Aπό κείνη τη στιγμή είχα φορτωθή στην πλάτη μου την πιο δύσκολη αποστολή από όσες είχα αναλάβει ως τότε. Έφυγα και πήγα στο σπίτι να κοιμηθώ. Πώς έφτασα, δεν το κατάλαβα. Eίχα αφαιρεθή. Περπατούσαν τα πόδια μου και το μυαλό μου ήταν αλλού. Πώς θα πλησιάσω τον Nικολάκη Eφέντη. Ήταν πραγματικά μονόχνωτος άνθρωπος. Eκείνη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Ξάπλωσα κι’ έφεξα με τη ίδια σκέψη. Πώς θα καταφέρω τον Nικολάκη!
ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

(Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΥΡΙΟ .... ) 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.