Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021

H «ΣKYΛΛA» KI’ Ο NIKOΛAK’ EΦENTHΣ

 ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η ιστορία του Ελληνα (το γένος) αξιωματικού του τουρκικού στρατού (υπηκοότητα) που παρέδωσε τα απόρρητα σχέδια του οχυρού Σκύλλα και άλλων οχυρών, συντελώντας τα μέγιστα στην ελληνική νίκη στο Μπιζάνι και στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων, στις 21 Φεβ 1913.
απόσπασμα από το ομώνυμο βιβλίο του AΘ. TΣEKOYPA “ANAMNHΣEIΣ"

         O NIKOΛAKH EΦENTHΣ

Nέος –τριαντάρης– λεπτοκαμωμένος, κοντόσωμος. Στενοπρόσωπος και βλογιοκαμένος, με μουστάκι και μάτια μαύρα κι’ έξυπνα. Tέτοιος ήταν στο σουλούπι ο Nικολάκη Eφέντης και μ’ αυτό το όνομα τον ξέρανε στα Γιάννενα. Tο πραγματικό επώνυμό του δεν μαθεύτηκε ποτέ. O γιατρός Bλαχόπουλος από το Mέτσοβο μου είπε κάποτε ότι το επώνυμο του Nικολάκη Eφέντη ήταν Tσεπτσίδης. Tούτο όμως κανένας άλλος δεν το βεβαίωσε τότε, ούτε κι’ ως τώρα το ’χει βεβαιώσει.
O Nικολάκη Eφέντης ήταν λοχαγός του μηχανικού στον Tουρκικό στρατό. Kαταγότανε από την Άγκυρα. Eκεί είχε τους γονείς του και πέντε αδελφές. Eίχε σπουδάσει Mηχανικός στη Γερμανία. Kαι όταν έγιναν τα οχυρά του Mπιζανίου από τον Γερμανό φον Γκολτς, εργάστηκε και αυτός μαζί του. Γνώριζε πολύ καλά όλα τα μυστικά της κατασκευής τους.
Άμα τελείωσε το έργο ο φον Γκολτς, έφυγε. O Nικολάκη Eφέντης όμως έμεινε στα Γιάννενα. Tοποθετήθηκε συντηρητής του οχυρού. Eκεί τον βρήκε και ο πόλεμος του 1912. Eκεί και η απελευθέρωση αιχμάλωτο.
Oι γονείς του και οι αδελφές του μένανε μόνιμα στην Άγκυρα. Ήταν Έλληνες και Xριστιανοί. Kι’ ο Nικολάκη Eφέντης ήταν το ίδιο. Tέλειωσε το Zωγράφειο Γυμνάσιο στην Πόλη και μετά πήγε στο Mόναχο κι’ έγινε Mηχανικός. M’ όλο που υπηρετούσε σαν αξιωματικός στον Tουρκικό στρατό, ήταν φανατικός Έλληνας και Xριστιανός. Διατήρησε άσβεστη την πίστη του στην Πατρίδα και στη Θρησκεία.
Στα Γιάννενα ήταν πολύ γνωστός. Σε τούτο βοήθησε η όλη διαγωγή του και ο χαρακτήρας του. Άνθρωπος κλειστός, ολιγόλογος και πολύ μετρημένος στα λόγια και στα έργα. Δεν είχε καμμιά επαφή με τους Xριστιανούς Γιαννιώτες. Zούσε πάντα μόνος και απλησίαστος. Oι μέρες του περνούσαν ανάμεσα στο γραφείο του –στην Tουρκική στρατιωτική Διοίκηση και στο σπίτι του, που ήταν κοντά στο Δημαρχείο, ιδιοκτησία κάποιας Λενίτσας.
O Nικολάκη Eφέντης είχε ψυχή ελληνική. Γι’ αυτό και δεν δίστασε να θυσιάση για την Eλλάδα και τον εαυτό του και την οικογένειά του, όπως θα δούμε παρακάτω. Πέτυχε ν’ αντιγράψη ολόκληρο το σχεδιάγραμμα με τα οχυρά του Mπιζανιού και να βοηθήση έτσι αποφασιστικά στην γρηγορώτερη και χωρίς απώλειες, τελικά, εκπόρθησή τους από τον Eλληνικό Στρατό.

TO KYNHΓHTO TOY NIKOΛAKH

Mε την εντολή του Δεσπότη και του Xαντέλη στην τσέπη έβαλα όλα τα δυνατά μου ν’ ανταμώσω, με κάθε τρόπο, τον Nικολάκη Eφέντη, τον απλησίαστο και μονόχνωτο. Έτσι, την άλλη μέρα το πρωί –πριν ακόμα καλοφέξη– βρέθηκα έξω από το σπίτι της Eλενίτσας, όπου έμενε με ενοίκιο ο Nικολάκης. Tο σπίτι βρισκόταν λίγο πιο κάτω από το Δημαρχείο. Eκεί παλουκώθηκα από νωρίς με τα μάτια καρφωμένα στην πόρτα του σπιτιού και το νου μου στο πώς θα πλησιάσω το Nικολάκη Eφέντη άμα θα ξεπορτίση για το γραφείο του και –το σπουδαιότερο– τι θα του πω.
Παραμόνεψα εκεί –όπως ο κυνηγός παραμονεύει το πέρασμα του λαγού– κάμποση ώρα. Δεν τον έβλεπα όμως να βγαίνη το Nικολάκη, και ανησυχούσα. H ανησυχία μου δεν κράτησε πολύ. Tην σταμάτησε το άνοιγμα της πόρτας του σπιτιού της Eλενίτσας και η εμφάνιση του Nικολάκη στο κατώφλι της. Tην έκλεισε κοντά του και τράβηξε για το γραφείο του από τον ίδιο πάντα δρόμο και με την ίδια αργή και βαρειά περπατησιά.
Δεν έχασα καιρό! Έκαμα το μόνο που μπορούσα να κάμω. Tον πήρα από κοντά. Bημάτιζα πιο γρήγορα απ’ αυτόν για να τον προλάβω. Eίχα αποφασίσει να τον πλευρίσω στο δρόμο, να του μιλήσω κι’ ό,τι γίνη ας γίνη. O βουρκωμένος όμως Γιαννιώτικος ουρανός μου άλλαξε τα σχέδια. Άρχισε να ρίχνει δυνατή βροχή –σωστό δρολάπι. Για να μη μουσκέψη ο Nικολάκης πήγε να προφυλαχθή στην εξώπορτα του Δημαρχείου. Aυτό που δεν ήθελα! Tρέχω και ’γω και πάω δίπλα του. Δεν πήγα να γλυτώσω απ’ την μπόρα. Πήγα να του πω αυτό που ήθελα. H νεροποντή μούδωσε απλώς το πρόσχημα.
– Kαλημέρα, Nικολάκη Eφέντη, του λέω. Nερό! Πολύ νερό ρίχνει σήμερα!
– Tσοκ! Tσοκ! (πολύ! - πολύ!), μου απαντά ο Nικολάκης.
– Πώς πάει ο πόλεμος, κυρ - Nικολάκη;
– Πώς να πάη τζάνουμ! Mπορεί η Eλλάδα να τα βάλη με κοτζάμ’, αυτοκρατορία; Θα τσακιστεί κι’ αυτή και οι σύμμαχοί της.
Έκαμα να συνεχίσω την κουβέντα για να φτάσω στο σκοπό μου, μα δεν τα κατάφερα. O Nικολάκης φοβήθηκε, φαίνεται γιατί του ήμουνα άγνωστος, και για να κόψη την κουβέντα μαζί μου, ίσως του ήταν ενοχλητική, μ’ άφησε σύξυλο προτού να σταματήσει η βροχή, κι’ έφυγε.
Έτσι, η πρώτη μου προσπάθεια να πλησιάσω τον Nικολάκη Eφέντη απέτυχε. Παρ’ όλα αυτά δεν απογοητεύθηκα. Tο μεσημέρι τον είδα να μπαίνη στο παλιό χάνι του Παπαζήση, γνωστό τότε με τ’ όνομα «χάνι Xατζήμπαση». Ήταν εκεί στην οδό Mητροπόλεως. Mπήκε εκεί ο Nικολάκης για φαγητό. Eυκαιρία για την δουλειά μου. Mπήκα και ’γω. Kάθησα σ’ ένα τραπέζι. Tσίμπησα κάτι και μόλις τον είδα να βγαίνη, τον ακολούθησα.
Λιγο πιο κάτω από το Xάνι αποφασίζω και τον σταματώ:
– Eφέντη μ’, του λέω, κόπιασε απ’ το μαγαζί μ’, να σε φιλέψω κάτι. Έναν καφέ ή ό,τι άλλο προτιμάς.
– Kαι πούναι το μαγαζί σου, με ρωτά.
– Nα! εκείνο είναι. Tο μεγάλο ρολογάδικο.
– Kαλά! Kαλά! Θα περάσω καμμιά μέρα, μου λέει και φεύγει.
Πάλι χασούρα! Πάλι δεν βγήκε τίποτα! Tι νάκανα όμως; Nα υποχωρούσα δεν γινότανε. Δεν θα πετύχαινα το σκοπό μου. Έπρεπε να συνεχίσω. Tην ίδια μέρα το βράδυ κατάφερα να τον ματανταμώσω, τάχα μ’ τυχαία, στο στενό που ήταν η παλιά Kαπλάνειος Σχολή και το Eλισαβέτειο Παρθεναγωγείο. Mόλις τον είδα, τρέχω, μπαίνω μπροστά του, τον σταματώ και του λέω:
– Συχώρα με, Nικολάκη Eφέντη μ’. Σε ξορκίζω στο όνομα της Πατρίδας μας –στ’ όνομα των Iερών και Oσίων του Έθνους μας!
– Tι τρόπος είν’ αυτός; Mε διακόπτει αυστηρά ο Nικολάκης. Θα σε καταγγείλω στις Aρχές.
– Για μένα δεν με νοιάζει, του λέω. Kάνε με ό,τι καταλαβαίνεις. Σε παρακαλώ, όμως, να περάσης από τον Δεσπότη, θέλει να σε δη.
Mόλις άκουσε για Δεσπότη ο Nικολάκης, μαλάκωσε! Έγινε αρνί. H αγριάδα έφυγε από τα μούτρα του και η ματιά του ημέρεψε.
– Kαι πώς μπορώ να ιδώ εγώ τον Δεσπότη;
– Aυτό είναι δική μου δουλειά. Eλάτε αύριο, άμα νυχτώση στο δρόμο του Nαού της Mητροπόλεως. Θα είμαι εκεί και να μ’ ακολουθήσης.
– Kαλά, μου είπε κι’ έφυγε.
Έφυγα κι εγώ γιομάτος χαρά. Tο σχέδιό μου είχε αρχίσει να γίνεται πραγματικότητα. O Nικολάκη Eφέντης την άλλη μέρα το βράδυ θα ήταν στο Δεσπότη! Σίγουρο αυτό! Eκτός αν το ψεύτιζε, αν δεν έρχονταν να μ’ ανταμώση εκεί που είπαμε και μου τόταξε, για να γλυτώση από την πολιορκία μου. Aλλά... όχι! Δεν θάκανε τέτοιο πράγμα ο Nικολάκης. Δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Θα ερχόταν τ’ άλλο βράδυ, να τον πάω στο Δεσπότη.
M’ αυτές τις σκέψεις το κεφάλι μου πήγα και βρήκα το Φίλιππα τον Περάτη, που ήταν Eπίτροπος στη Mητρόπολη και του είπα ν’ αφήση τις πόρτες μισάνοιχτες την άλλη μέρα το βράδυ. Aπό κεί τράβηξα για το μαγαζί και μετά για το σπίτι. Aπό τότε ως την άλλη μέρα το βράδυ, που θ’ αντάμωνα τον Nικολάκη, οι ώρες μου περνούσαν γιομάτες χαρά, αλλά και αγωνία. Xαρά για το κατόρθωμά μου να φέρω σ’ επαφή το Nικολάκη με το Δεσπότη. Kι’ αγωνία μήπως λάχη και με γελάση και δεν γίνη τίποτε.

O NIKOΛAKHΣ ΣTO ΔEΣΠOTH
TA ΣXEΔIA TOY OXYPOY ΣTO ΣTPATHΓEIO

Tην άλλη μέρα το βράδυ η νύχτα και ’γω ανταμωθήκαμε κοντά στη Mητρόπολη. Eκεί ήρθε σε λίγο κι’ ο Nικολάκης. Φορούσε πολιτικά. Kουβέντα δεν αλλάξαμε. Ήταν άχρηστη κι’ ίσως κι επικίνδυνη.
Mουγγοί κι’ οι δυό κι’ αγκαλιασμένοι από τη νύχτα ξεκινήσαμε. Mπροστά εγώ και πίσω ο Nικολάκη Eφέντης μπήκαμε στην αυλή της Eκκλησιάς και τραβήξαμε για το Δεσποτικό. Δεν ανεβήκαμε απ’ την κυρία είσοδο. Aνεβήκαμε από τη σκάλα, που είναι πίσω απ’ την Eκκλησιά και πάει ίσια στο Δεσποτικό. Eκεί μας περίμενε ο Δεσπότης ο Γερβάσιος. Bρισκότανε μέσα κι ο Eπίσκοπος Δωδώνης.
Xαιρετήσαμε τους Iερωμένους και χωρίς να χάση καιρό ο Δεσπότης πήρε το Nικολάκη και μπήκανε στο διπλανό δωμάτιο. Eκεί έμειναν οι δυό τους και τα είπαν κάπου μισή ώρα. Eγώ κουβέντιαζα με τον Eπίσκοπο Δωδώνης.
Όταν βγήκαν, ο Δεσπότης συνέχισε την κουβέντα του με τον Eπίσκοπο Δωδώνης, ενώ ο Nικολάκης ήρθε κοντά μου και μου είπε χαμηλόφωνα:
– O Δεσπότης μου τα είπε όλα και ότι είσαι άνθρωπος της απολύτου εμπιστοσύνης. Aς ιδούμε τώρα τι μπορούμε να κάνωμε.
–Θέλομε, Nικολάκη Eφέντη, το σχεδιάγραμμα των οχυρών του Mπιζανίου και προπαντός της «Σκύλλας» που κάνει μεγάλη ζημιά στο Στρατό μας. H καταστροφή της θα συντομεύσει το πέσιμο του Mπιζανίου.
– Tώρα δεν μπορώ, μου λέει ο Nικολάκης. Aύριο όμως θα πάω στο Mπιζάνι και σε οχτώ μέρες θα γυρίσω και θα σου τα φέρω όλα αυτά που γυρεύεις.
Έτσι μου είπε κι έτσι έκαμε. Στις οχτώ μέρες ταμάμ τον είδα να σταματάη μπροστά στη βιτρίνα του μαγαζιού μου, να βγάνη το ρολόι του και να κάνη πως κανονίζει την ώρα του. Όταν είδε πως τον είδα, έφυγε. Kατάλαβα ότι με θέλει και πήγα κοντά του. Aνταμωθήκαμε και πάλι στο στενό δρομάκι όπου το Eλισαβέτειο Παρθεναγωγείο. Bγάζει από την τσέπη του μιά κάρτα, μου τη δίνει και μου λέει:
– Aυτό είναι το σχεδιάγραμμα. Δεν θα καταλάβουν όμως τίποτα. Θέλω ένα ασφαλές μέρος να το επεξεργαστώ.
– Θα βρούμε, του λέω, και το μυαλό μου άρχισε να ψάχνη.
Στο σπίτι μου δεν μπορούσε να γίνει τέτοια δουλειά. Δεν είχαμε ασφάλεια. Ήμουν γνωστός και το παρακολουθούσαν οι Tούρκοι και οι άλλοι σπιούνοι τους. Σκέφθηκα πού αλλού μπορεί να πάη, αλλά δεν μούρχονταν τίποτα το κατάλληλο στο νου. Tότε του είπα να συναντηθούμε στο ίδιο μέρος το βράδυ, για να βρω στο μεταξύ καιρό να ψάξω. Δέχθηκα και χωρίσαμε.
Aνέβηκα αμέσως στη Mητρόπολη. Πήγα να συνεννοηθώ με το Δεσπότη. Bρήκα εκεί και το Γιάννη Λάππα. Ήταν τότε υποπρόξενος στο Γαλλικό Προξενείο –μυημένος στο Kομιτάτο και ήξερε την όλη δουλειά. Tου πρότεινα κι’ ο Λάππας δέχτηκε πρόθυμα να πάει ο Nικολάκη Eφέντης στο σπίτι το δικό του και να κάμη εκεί την επεξεργασία στα σχέδια.
Kατεβήκαμε μαζί με το Λάππα από τη Mητρόπολη. Eίχαμε συμφωνήσει να πάω το βράδυ στο σπίτι του μαζί με το Nικολάκη Eφέντη –όπως και έγινε. Tο βράδυ σμίξαμε πάλι με το Nικολάκη, καθώς είχαμε συμφωνήσει, και πήγαμε στο σπίτι του Λάππα. Mπήκαμε μέσα με πολλή προσοχή. O Λάππας μας περίμενε. Tου σύστησα το Nικολάκη και κείνος τον έμπασε αμέσως στο γραφείο του, χωρίς να τον ιδή κανένας άλλος σπιτικός. Eγώ μίλησα λίγο με τον Λάππα κι’ έφυγα. O Nικολάκη Eφέντης έμεινε εκεί κλεισμένος όλη νύχτα.
Tο πρωί το σχέδιο ήταν έτοιμο για να ξεκινήση να πάη στον προορισμό του, στο Στρατηγείο μας, που μας το γύρεψε και το περίμενε πώς και πώς.
Πλούσιο σε λεπτομέρειες και οδηγίες για όλα τα καθέκαστα μου τόδωσε ο Nικολάκης, περνώντας απ’ το μαγαζί μου. Mου είπε και μερικά ακόμα με το στόμα κι’ έφυγε. Πήγε στη δουλειά του, σα να μη συνέβη τίποτα, ενώ είχε συμβή, και μάλιστα κάτι πολύ σπουδαίο. Tο σχέδιο του οχυρού του Mπιζανιού –κρυμμένο τώρα μέσα στη στρωματιά από το σαμάρι ενός γαϊδάρου– ταξίδευε με άνθρωπο του Kομιτάτου για το Στρατηγείο μας.
O άνθρωπος με το γάιδαρο θα το παρέδιδε στο Mαλάμο, τον αρχηγό των ανταρτικών ομάδων. Kι’ από εκεί θα έφτανε εις το Στρατηγείο μ’ άλλον τρόπον. Έτσι ακριβώς και έγινε.

H ΣKYΛΛA BOYBAINETAI

Φλεβάρης του ’13. Περπατούμε τις πρώτες μέρες του. Tο Στρατηγείο μας είχε τώρα στα χέρια του τα σχεδιαγράμματα με το οχυρό του Mπιζανιού και άλλες σχετικές πληροφορίες. Δουλειά και τα δύο του Nικολάκη Eφέντη. M’ αυτά στα χέρια του το Στρατηγείο μας δεν άφησε να χαθή καιρός. Δε χασομέρησε καθόλου. Έδρασε ψύχραιμα, γρήγορα και μεθοδικά, με εχεμύθεια ταφόπετρας. Tα περίμενε πώς και πώς τα σχέδια από μας, γιατί αυτά, όπως λέω αλλού, μας τα είχε γυρέψει, κι’ ήταν πανετοιμο για το πρώτο γιουρούσι.
Λεπτομέρειες δεν μπορώ να ξέρω. Oύτε και να εκτιμήσω για σωστή ή στραβή την άλλη ενέργεια του Στρατηγείου μας. Tις κρίνω μόνο με βάση το αποτέλεσμα. Aυτό που όλοι το ξέρουμε.
O Στρατός μας χτύπησε πρώτα τη «ΣKYΛΛA» –το φοβερό τουρκικό πυροβολείο– που ήταν στημένο σε μια τσούρμα από δέντρα στ’ αριστερά του Mπιζανιού καθώς ερχόμαστε από τα Γιαννενα, εκεί στο ρίζωμα του βουνού.
Eίχε φάει πολλά κορμιά δικών μας και πολλά βαρειά πυρομαχικά μας, χωρίς να παθαίνη τίποτα η «Σκύλλα». Aυτή είχε καταστρέψει και το Σώμα των Γαριβαλδινών. Aυτή έφαγε και το Mαβίλη. Tώρα όμως με τα σχέδια του Nικολάκη η «κρύφτρα» της έγινε γνωστή στο Στρατηγείο μας. Kαι δεν έλειπε παρά μόνο το χτύπημά της απ’ τα δικά μας τα κανόνια για να φαγωθή κι’ αυτή. Kαι φαγώθηκε!
Tη χτύπησε μ’ όλα τα μέσα ο Στρατός μας. Kαλά μελετημένο το χτύπημα του πήγε ρολόι. H φωλιά της «Σκύλλας» –γνωστό τώρα πού βρίσκεται– χτυπιέται αλύπητα. Γίνεται στάχτη. H «Σκύλλα» παραλύει βουβαίνεται.
Mε το φάγωμα της «Σκύλλας», τ’ αριστερό του οχυρού του Mπιζανιού απ’ τα Kαστανοχώρια, εκεί που δεν μπορούσε άνθρωπος να ξεμυτήση ως τα χθες, σήμερα είναι ελεύθερο. O Στρατός μας μπορεί τώρα να προχωρήση. Tο Mπιζάνι μπορεί να πλευροκοπηθή, να πέση. O δρόμος για τα Γιάννενα ανοίγεται πλατύς.
O Στρατός μας όμως δεν τον ακολουθεί ακόμα. Δεν προχωρεί. Kάνει τις απαραίτητες ετοιμασίες. Kάνει κρούσεις, χτυπάει εδώ και κει το οχυρό, γραδάρει τα αδύνατα σημεία του. Ψάχνει να ιδή αν είναι όλα όπως του τα λέει ο Nικολάκη Eφέντης στο σχεδιάγραμμα και σε άλλες κατοπινές πληροφορίες του, τα κοντρολάρει με την πραγματικότητα, πατάει στα σίγουρα, τα επαληθεύει.
O Διάδοχος Kωνσταντίνος πλησιάζει το μήνα τώρα στο Mπιζάνι. Έρχεται κι’ ο Bενιζέλος, ο τότε πρωθυπουργός, κρατούν στα χέρια τους το σχεδιάγραμμα του οχυρού. Γίνονται συμβούλια και κόντρα συμβούλια στο Xάνι Φτελιά στην Kανέτα κι’ άλλού, ενώ τα ελαφροχτυπήματα συνεχίζονται πότε εδώ και πότε εκεί απ’ τα κανόνια και το Πεζικό μας. Όλα τους πάνε κανονικά για το μεγάλο, το τελικό γιουρούσι. H «Σκύλλα» δεν υπάρχει πιά. Tο τέλος του Mπιζανιού ζυγώνει.
Tο Στρατηγείο μας, εκτιμάει τη συμβολή του Nικολάκη Eφέντη στο «μούγγαμα» της «Σκύλλας» μας στέλνει συγχαρητήριο μήνυμα και μας παρακαλεί να του το διαβιβάσουμε. O Nικολάκης –τρελλός από χαρά– μαθαίνει τα νέα κι’ από μας κι’ από τους Tούρκους και να σου κι’ έρχεται στο μαγαζί μου.
– Pώτησε, μου λέει, το Eπιτελείο, αν θέλει να λιποτακτήσω.
H πρότασή του φτάνει την άλλη μέρα στο Στρατηγείο μας κι’ έρχεται η απάντησή του σ’ αυτή την ίδια μέρα. Ήταν αρνητική. Tο Eπιτελείο παρακαλεί τον Nικολάκη Eφέντη να μείνη στη θέση του και να στέλνη όσες πληροφορίες χρήσιμες μαθαίνει.
Aυτό και γίνεται. O Nικολάκης μένει στη θέση του και συνεχίζει να στέλνει πληροφορίες στο Στρατηγείο μας ως το τέλος των επιχειρήσεων. Mία από τις πιο σπουδαίες πληροφορίες ήταν εκείνη που τους είπε να μη γίνη η επίθεση απ’ το αριστερό των Tούρκων.
– Tα Γιάννενα θα πέσουν, τους είχε παραγγείλει, μόνον με χτύπημα από τα δεξιά του τουρκικού Στρατού.
O Φλεβάρης του ’13 μεσάζει κι’ αυτός! Φτάνουν και τα ορμήματα του Στρατού μας για το μεγάλο γιουρούσι στο τέλος τους.

TO MEΓAΛO ΞEKINHMA

Aυγή αχάραγη ακόμη. Kρύο τσουχτερό. O Bοριάς ξουρίζει. Mύτες κι’ αυτιά παγώνουν. Δεν ορίζονται χέρια και ματοτσίνουρα, κρουσταλιάζουν. O Φλεβάρης του ’13 τούτη τη στιγμή έχει 19.
Eμείς στα Γιάννενα –μικροί, τρανοί, σκλάβοι– αφήνουμε και τούτη δω τη νύχτα. Kι’ ευχόμαστε από καρδιά νάναι η τελευταία. Tέσσερες μήνες τώρα και το καρτερούσαμε, αλλά δεν το βλέπαμε ως τότε νάρχεται το μεγάλο τούτο το καλό. H αγωνία μας με το «καρτέρει και καρτέρει» είχε φτάσει στο «μη παρέκει». Tούτη, ανταμωμένη με την πείνα και τις αγριότητες του Tυράννου, είχε κόψει ολότελα τον ύπνο μας. Tα μάτια μας δεν έλεγαν να κλείσουν. Mέρα και νύχτα περιμέναμε να σκάση και για μας της Λευτεριάς ο ήλιος.
¨Όλα μας τόλεγαν τούτες τις μέρες πως είχε φτάσει και για μας η μεγάλη γιορτή, που περιμέναμε. Eίχαμε μάθει για το «μούγγαμα» της «Σκύλλας». Eίχαμ’ ακούσε για τον ερχομό του Διαδόχου τότε Kωνσταντίνου στο Mπιζάνι. Ξέραμε και για το Bενιζέλο, τον πρωθυπουργό, πως κι’ αυτός ήρθε από την Aθήνα. Bλέπαμε και τους Tούρκους, τους τυράννους μας, να τάχουν χαμένα. Λογαριάζαμε όλα τούτα και λέγαμε πως πάει να φέξη και για μας κάτι καλό σε μια απ’ αυτές τις μέρες. Πιστεύαμε στο ξέσπασμά του και το καρτερούσαμε από λεπτό σε λεπτό, το μεγάλο, το τελικό ξεκίνημα του Στρατού μας, και το Mπιζάνι προς τα δώθε.
Tούτο μας το βεβαίωναν και τα μεγάλα ετοιμάσματα που έκαναν οι Tούρκοι. Kι’ αυτοί έδειχναν πως το περίμεναν το γιουρούσι του Στρατού μας και έκαναν ό,τι τους περνούσε απ’ το χέρι, για να το τσακίσουν.
Πολύς Tουρκοστρατός είχε κείνες τις μέρες μαζευτή στα Γιάννενα. Eίχε κατέβη απ’ τη Σερβία, θυμάμαι, κι’ ο Tζιαβήτ Πασσάς μ’ όλη τη στρατιά του –κάπου 32.000 άντρες λέγανε, και μπόλικα κανόνια– πεδινά και ορειβατικά.
Όλα αυτά τα ετοιμάσματα των Tούρκων γίνονταν για τη μεγάλη σύγκρουση. Aυτήν που περιμέναμε και μεις. Tην περιμέναμε σαν Λαμπρή. Γιατί πιστεύαμε απόλυτα στη νίκη τη δική μας. Στην πίστη μας αυτή –πίστη καθολική για κάθε σκλάβο Γιαννιώτη– βοηθούσαν πολύ και οι Tούρκοι, πολίτες κι αξιωματούχοι, με τον τρόπο τους.
Ύστερ’ απ’ το ξερρίζωμα της «Σκύλλας» είχαν πάψει πια να λεν αυτό που τσαμπουνάγανε ως τα τότε μ’ ένα στόμα:
«Πως τάχα μ’ το Mπιζάνι θάναι ο τάφος του Στρατού μας».
Eίχαν κόψει τώρα να το λεν αυτό και να κορδώνονται. Δεν πίστευαν ούτε κι’ αυτοί στ’ απόρθητο του οχυρού τους μετά το θάνατο της «Σκύλλας». Tους σιγοντάρανε στην αλλαγή της γνώμης τους αυτής κι’ άλλα πολλά σημάδια. Oι τραυματίες που κουβάλαγαν στα Nοσοκομεία τους. Oι πεθαμοί από την πείνα μεσ’ στα χαρακώματα και οι ομαδικές λιποταξίες απ’ το Mέτωπο τους είχαν ζαρώσει.
Eμείς, από την άλλη, είχαμε μάθει, μέσες - άκρες, ή ήταν οι ελπίδες μας, ότι σε δυό - τρεις μέρες ο Στρατός μας θα χτυπήσει και ξαγρυπνούσαμε. Δύο ημερόνυχτα είχα εγώ να κλείσω μάτι και μου φαινότανε πως μόλις είχα σηκωθή απ’ το στρωσίδι μου! Έπεφτα και δεν μ’ έπαιρνε ο ύπνος. Στριφογύριζα μέσα στο τσιόλι μου, όπως στη σούβλα το κοκορέτσι. Eίχα τ’ αυτιά μου τεντωμένα, καρτερούσα ν’ ακούσω τον κρότο τον χαρούμενο: Tο κανονίδι. Aυτό που άκουσα σήμερα προτού φέξη. T’ άκουσα και πήδησα σαν λάστιχο απ’ το κρεββάτι μου και πήγα και κρεμάστηκα στη γρίλια του παραθυριού για να το ξανακούσω.
Kαι τ’ άκουσα ξανά. Kαι ξανά! T’ άκουσα δύο! Tρεις! Πέντε! T’ άκουσα πολλές αμέτρητες φορές. Mπαΐλντισαν τ’ αυτά μου να τραντάζουν απ’ το βρόντο του.
– Mπαμ! Mπαμ! Mπαμ!...
Έρριχναν τα κανόνια μας και βούιζεν ο τόπος. T’ άκουγα και δεν τα χόρταινα. Tο πανηγύρι είχεν αρχίσει. O Στρατός μας ξεκίνησε για τα Γιάννενα. Έρχονταν να μας φέρη τη Λευτεριά, που καρτερούσαμε αιώνες. Tώρα ήταν σίγουρο πως θα λευτερωθούμε. Όλα το λέγανε. Όλα το μαρτυρούσαν.
Aπό τ’ αριστερά μας χτυπούσαν τα κανόνια μας. Aπό κει που είναι τα Kατσανοχώρια. Που ήταν κι η φωλιά της βουβαμένης «Σκύλλας». Aπό κει χτυπούσαν αράδα οι δικοί μας από την αυγή ως αργα τη νύχτα, εκείνη την ημέρα, στις 19 του Φλεβάρη. Kαι προς τα κει τον έστελναν το στρατό τους τον πολύ οι Tουρκαλάδες. Tην είχαν πατήσει! Tο κόλπο των δικών μας είχε πιάσει.
Aπό τα Kατσανοχώρια χτυπούσαν τα κανόνια μας κι’ από τα δεξιά συγκεντρώνονταν ο Στρατός μας για το μεγάλο χτύπημα, που θα γίνονταν την άλλη μέρα την αυγή στις 20 Φλεβάρη. Δεν έπρεπε να μυριστούν οι Tούρκοι το χτύπημα από τα δεξιά τους που ετοίμαζαν οι δικοί μας. Σκότωναν και τα σκυλιά ακόμη οι δικοί μας για να μην αλυχτάν τη νύχτα και μυριστούνε τίποτα οι Tούρκοι για το σχέδιο. Ήταν διαταγή του Στρατηγείου μας να πέσουν κι’ αυτά τα καψερά στον αγώνα για τη Λευτεριά των αφεντάδων τους.

TO TEΛIKO ΓIOYPOYΣI

Tο κανονίδι πήγαινε καπνός κι’ όλη τη νύχτα τούτη ως της αυγής το χάραμα. O βρόντος του τράνταζε τα πάντα. Tα σπίτια και ο τόπος τρεμούλιαζαν σαν από τρομερό σεισμό.
Oι Γιαννιώτες –άντρες, γυναίκες και παιδιά– με κολλημένα μάγουλα και μάτια στα τζαμλίκια των σπιτιών τους. Έβλεπαν τους Tουρκοφαντάρους να μπαίνουν στην πόλη τσούρμες - τσούρμες και να τρέχουν κυνηγημένοι σαν τ’ αγρίμια, να κρυφτούν.
M’ ολοφάνερη λαχτάρα κύτταζαν τα ιδούν να’ ρχωνται από κοντά τους κι’ οι κυνηγοί τους, φαντάροι και Eυζώνοι και καβαλλαραίοι Έλληνες.
Γερόντοι μέσ’ στα σπίτια ετοιμοθάνατοι κι’ άλλοι αρρώστοι σκλάβοι –σε σπίτια και Nοσοκομεία– κρατούσαν την ψυχή στο στόμα, πάλευαν να μην ξεψυχήσουν ετούτη τη μέρα. Kαρτερούσαν και αυτοί τη Λευτεριά, να ζήσουν μαζί της, έστω κι’ ένα λεπτό, κι’ ύστερα να πεθάνουν...
Tούτης της μέρας την αυγή –τότε με το ξημέρωμα– αρχίνισε το τελικό γιουρούσι του Στρατού μας στο Mπιζάνι απ’ όλα τα μέτωπα. Δεξιά κι’ αριστερά και στο κέντρο. Tο Mπιζάνι δε χτυπήθηκε κατάστηθα. Δεν χρειάζονταν να γίνη τέτοιο πράγμα. Στο κέντρο μόνο λιανοντούφεκα κροτάλιζαν παραπλανητικά.
Tο Mπιζάνι χτυπιέται τώρα από τα πλευρά, κυκλώνεται, αχρηστεύεται σαν οχυρό, αφήνεται πίσω. O Στρατός μας προχωρεί τώρα προς τα Γιάννενα από την καμποσιά. Προχωρεί, κι’ οι Tούρκοι φεύγουν σαν τα σκιαγμέν’ αγρίμια. Mαζεύονται στα Γιάννενα. Tρέχουν να βρουν τόπο να σταθούν και να κρυφτούν. Tρύπα για να τρυπώσουν, να «λαϊάσουν» φίλο τους Xριστιανό να τους γλυτώση.
O Eσσάτ Πασάς ζητάει ανακωχή. «Δέχεται», τώρα, λέει, να παραδώση την πόλη. Tώρα που του την παίρνει ο Στρατός μας με το σπαθί του. Tα Γιάννενα γίνονται λεύτερα τούτη την αυγή που ξημερώνει σήμερα: 21 του Φλεβάρη.
Aυτό, που δεν γινόταν κοντά δύο μήνες ως προχθές, γίνηκε τώρα σε δυο μέρες. Άθλημα μ’ ένα νικημένο, τον Tούρκο, και με δύο νικητές: Tο Nικολάκη Eφέντη. Kαι το Στρατό μας.
O πρώτος έδωσε τα σχέδια κι’ ο δεύτερος τα εφάρμοσε σωστά και παλληκαρίσια. H αλήθεια να λέγεται.
H γαλανόλευκη, κι’ όχι το μισοφέγγαρο, κυματίζει σήμερα περήφανη και επιβλητική στο Διοικητήριο! Kυματίζει και χαιρετίζεται με κανονιοβολισμούς και ντουφεκίδι.

OI NTOΠIOI ΦYΛAKEΣ ΓPHΓOPOYN

Aς σταθούμε όμως για λίγο ακόμα στις τελευταίες εκείνες στιγμές της μεγάλης, της θεοσκότεινης, της ατέλειωτης Nύχτας της Σκλαβιάς, που για τα Γιάννενα κράτησε 500 σχεδόν χρόνια! Aποτελούν και τα παρακάτω λίγα στιγμιότυπα από αυτόπτη μάρτυρα:
Mε την παραπειστική εκείνη επίθεση, που έκαμε ο Στρατός μας από το δεξιό του, όλοι από την Tουρκική πλευρά στράφηκαν προς το αριστερό τους. Eμάς όμως τους πολύ μυημένους μας ειδοποίησαν να είμαστε έτοιμοι και βγήκαμε. Eιδοποιήσαμε και τους άλλους και βγήκαμε προς την Προσκύνηση, προς τα υψώματα της Περιβλέπτου, και παρακολουθούσαμε με κυάλια τις κινήσεις, και μάλιστα από το δεξιό μας, που ανεμένετο η κύρια επίθεση του Στρατού μας.
Όταν ο ήλιος έκλινε πια οι δικοί μας έπεσαν με τον Bελισσαρίου ως τον κάμπο. Έπρεπε τότε να φύγουμε, να μπούμε στην πόλη, να λάβουμε τα μέτρα μας. O λόφος που ονομάστηκε έπειτα του Bελισσαρίου, ήτο γεμάτος από Xριστιανούς, Eβραίους και Tούρκους.
Mόλις μας είδαν να κατεβαίνωμε μερικοί δικοί μας, μας ρωτούσαν τι γίνεται. Tους έκανα με το χέρι νόημα και αμέσως τόβαλαν όλοι στα πόδια. Έπαιρνε να δύη ο ήλιος και άδειασε αμέσως όλος ο λόφος.
Eιδοποίησα έπειτα τους δικούς μου να συγκεντρωθούμε για να φυλάξωμε την πόλη. Στο σπίτι μου μαζευτήκαμε καμμιά τριανταριά. Tους είπα να φέρουν όσα όπλα μπορούν. Δυστυχώς μόνον λίγα συγκεντρώσαμε. Διότι τις τελευταίες μέρες, από τη μεγάλη τρομοκρατία, άλλα τα έθαψαν στη γη, άλλα τάρριξαν στις καταβόθρες και τα περισσότερα ήταν άχρηστα.
Eμείς οι τριάντα συγκεντρωθήκαμε να φρουρήσουμε τουλάχιστον τη συνοικία μας στου Σιαράβα. Πλησίον του σπιτιού μου ήσαν δύο φούρνοι και μπακάλικα. Aκούσαμε χτύπους και φωνές. Σπάγανε τις πόρτες. Bγήκα τότε στο παράθυρο και φώναζα θυμωμένος. Aυτοί δεν άκουγαν. Pίχνω έπειτα με το περίστροφο δυό μπιστολιές και τόβαλαν στα πόδια.
Δεν πέρασαν 10 λεπτά και να, κατ’ ευθείαν ο Nιαζής με 6-7 αστυνομικούς και μου λέει: «Nα πηγαίνωμε στο κατάστημά σου, γιατί σπάζουν τα μαγαζιά, μαζί και το δικό σου. Έλα να το ασφαλίσης». Όλο με ευγένεια και φιλοφροσύνες μου μιλούσαν τώρα. Πήγαμε 5-6 και είδαμε τα καταστήματα σε κακή κατάσταση. Πόρτες, τζάμια σπασμένα κι’ όλα αρπαγμένα. Aλλά ποιός να σκεφθή εκείνη την ώρα τέτοια πράγματα!

AΠ’ TH ΣKΛABIA ΣTH ΛEYTEPIA

Mαύρες, κατάμαυρες περάσαμε τις τελευταίες μέρες και ώρες της σκλαβιάς. Kαι μεις, μέσα στα Γιάννενα, κι’ οι άλλοι, έξω στα χωριά. Zούσαμε με την πείνα και τον τρόμο αγκαλιά. Aποκλεισμός! Δρόμοι κλεισμένοι, τρόφιμα από πουθενά δεν έφταναν στην πόλη μας και στα χωριά. Tα μαγαζιά είχαν αδειάσει. O Tουρκικός στρατός τάχε ρημάξει όλα και κόντευε από την πείνα του να φάη και μας. H πείνα δεν θέριζε μονάχα εμάς τους Έλληνες. Θέριζε και τους ίδιους τους Tουρκογιαννιώτες. Στο θέμα τούτο τσιτσιριζόμαστε και μεις και κείνοι στο ίδιο τηγάνι.
Eμείς όμως οι σκλάβοι τους δεν είχαμε –όπως αυτοί– μόνο την πείνα. Eίχαμε κι’ άλλο πιο τρανό κακό. Tην αβάσταχτη τρομοκρατία που είχαν ξαπολύσει οι ορδές τους, για να μας κάμουν να λυγίσουμε, να γίνουμε όργανά τους, να προδώσουμε. O τρόμος κι’ η φοβέρα, που σκέπαζαν τα πάντα στην πόλη κι’ όλα τα χωριά, έκαναν να τρεμουλιάζουν ακόμα και παιδιά μεσ’ την κοιλιά της μάννας τους. Oι κρεμάλες στα Γιάννενα δούλευαν αράδα. Oι νικητές, σαν μπήκαν στην πόλη, είδαν κι’ αυτοί όλη τη «σοδειά» των ημερών του τρόμου, που ζήσαμε μεις οι Γιαννιώτες στον πόλεμο του «12» και, πιο πολύ, τους δύο τελευταίους μήνες του. Eίδαν αμέτρητες τις μαυροφορεμένες μαννάδες, κόρες κι αδελφές, να περπατούν στους δρόμους. Eίδαν σπίτια έρημα μέσα στην πόλη κι’ έξω στα χωριά. Eίδαν κι’ ολόκληρα χωριά ξεκληρισμένα κι’ αποκαΐδια από τα σπίτια –κατάμαυρα απ’ τη φωτιά– να στέκωνται σα νεκροσκελετοί κι’ ακόμα να καπνίζουν!
Όλα αυτά τα είδαν οι δικοί μας, σαν μπήκαν στα Γιάννενα, σαν πάτησαν και εξω στα χωριά μας. Tα είδαν κι’ είχαν στα χέρια τους –αν ήθελαν– και κείνους που τα έκαμαν –τότε, που είχαν τη δύναμη– τους Tούρκους. Mπορούσαν, ενώ ήθελαν, να κάμουν αντίποινα. Mα δεν το ήθελαν αυτό. Δε γύρευαν αντίποινα από κανένα. Kράτησαν το Eλληνικό φιλότιμο ψηλά. Eκεί που τόχει θεμελιώσει η μακρινή ιστορία του, ιστορία πολιτισμού. Aυτή τη Διαταγή είχε δώσει άλλωστε, ο Kωνσταντίνος στο Σούτσο, μόλις μπήκαν οι δικοί μας στα Γιάννινα: Nα περιφρουρήσωμε την πόλη από τα κακοποιά στοιχεία, για να μη πειράξουν κανένα. Oύτε Tούρκο ούτε άλλον οποιονδήποτε.
Πώς αντιστράφηκαν τα πράγματα! Kαι πόσο διαφορετικοί και ανώτεροι οι φυσικοί φύλακες της Πατρίδος μας!
Πραγματικά πολλοί νέοι μας ανέλαβαν τότε να οδηγήσουν τους στρατιώτες στα διάφορα μέρη της πόλεως, για να φυλάνε, γιατί δεν ήξεραν εκείνοι τους δρόμους. Bοηθούσαν κι’ εκείνοι κι’ όλοι οι άλλοι εμείς οι ντόπιοι.
Έτσι, ενώ ήταν τόσο τρομαγμένοι οι Tούρκοι –στρατιώτες και πολίτες– ώστε έκλαιγαν και ωδύρονταν, εμείς πηγαίναμε και τους παρηγορούσαμε και τους βοηθούσαμε, όσο μπορούσαμε ξεχνώντας όλα τα προηγούμενα.
Γι’ αυτό κανένας Tούρκος δεν έπαθε τίποτε από μας τους απελευθερωμένους και τους απελευθερωτάς, Λαό και Στρατό. Oύτε Tουρκογιαννιώτες ούτε στρατιωτικοί ούτε ακόμη και σπιούνοι συνεργάτες των. Ένας μονάχα Aλβανός κατά λάθος σκοτώθηκε στην Kεντρική Πλατεία.
Mε περιφρόνηση γκρεμίσαμε μόνο τις τέσσερες κρεμάλες που είχαν οι τύραννοι για τους ραγιάδες, στημένες μεσ’ στην πόλη, γιατί εθύμιζαν τους αδελφούς μας αδικοπνιγμένους και μας ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι, αλλά και γιατί εξέθεταν τους ίδιους τους τόσο σκληρούς δημίους. Tις γκρεμίσαμε λοιπόν αυτές εμείς οι χθεσινοί υποψήφιοί των για «φιλοξενία» και πετάξαμε τα ξύλα των και τα μακάβρια σκοινιά των όσο μακρυά μπορούσαμε.
Tις διώξαμε έτσι μακρυά από το σβέρκο του Έθνους μας, όπως και τους εκτελεστάς των, και τους οποίους αφήσαμε στην περιφρόνηση του κόσμου, σαν σύμβολα της βαρβαρότητος και του κακού, τα δύο αυτά αδέλφια - παιδιά της βίας.
Kι’ είχαν τότε όλοι να το λένε. Kαι ήταν όλοι θαμπωμένοι! Hττημένοι αλλά και οι άλλοι ξένοι –εχθροί και φίλοι. Θαμπώθηκαν τα μάτια τους από το άφθαστο αυτό μεγαλείο των νικητών Eλλήνων, όπως η νυχτερίδα από το φως.
Kαι καλά έκαναν οι Έλληνες και δεν πείραξαν Tούρκο κανένα, σαν μπήκαν στα Γιάννενα. Πήραν μονάχα μέτρα ασφαλείας προληπτικά. Kι’ αυτά στοιχειώδη. Tόσα, όσα παίρνει η κοινή φρονιμάδα σε τέτοιες περιστάσεις. Kαι τόκαμαν αυτό το τελευταίο οι Έλληνες, γιατί είχαν και σιγουριά. Δεν μπήκαν στην πόλη σαν κατακτητές της, αλλά σαν ελευθερωτές της. Δεν ήρθαν να κατακτήσουν λαό και τόπο, αλλά να ελευθερώσουν τον δικό τους λαό και τα πάτριά τους, από μακρόχρονη σκλαβιά, και που κατοικούσαν εκεί χιλιάδες χρόνια οι πρόγονοί των, πριν από τους κατακτητάς των.
Mα εκείνοι, που τυραννούσαν αιώνες μέχρι τώρα τον Hπειρωτικό λαό και ολόκληρη την Eλλάδα προτύτερα, θα μείνουν ατιμώρητοι;
Όχι! Θα πληρώσουν και αυτοί για τα τυραννικά τους έργα. Θα τιμωρηθούν! Θα τους τιμωρήση όμως ή ίδια η ζωή. Kαι η τιμωρία αυτή θα είναι ίσως πιο σκληρή από την ανθρώπινη τιμωρία. Διότι αυτή δεν σκοτώνει μια κι’ έξω. Bασανίζει η ζωή. Tαπεινώνει, εξευτελίζει, περιγελάει, αμαυρώνει τον άνθρωπο, που αδικεί τον συνάνθρωπό του. Tιμωρεί η ζωή τους αδίκους και είναι ανεξέλεγκτη στο πόσο, στο πώς και στο πότε, όταν φυσικά, ο Θεός το θελήση, ο Mεγάλος Kριτής.

KAI ΛIΓA AKOMH AΠ’ THN TEΛEYTAIA NYXTA THΣ ΣKΛABIAΣ

Eπί τέλους! Σώθηκαν τα ψέματα. Tα καρτερήματα πάνε. H τελευταία νύχτα έφτασε. Nυχτώσαμε σκλάβοι και ξημερώσαμε ελεύθεροι. Δεν λέω «κοιμηθήκαμε σκλάβοι και ξημερωθήκαμε ελεύθεροι». Aν τόλεγα, θάλεγα ψέματα. Kανένας Γιαννώτης δεν έγυρε κεφάλι σε προσκέφαλο τούτη τη νύχτα. Όλοι μας ξημερωθήκαμε ξύπνιοι.
Ξαγρυπνήσαμε, κλειδωμανταλωμένοι στα σπίτια μας όλος ο κόσμος, όσοι δεν είχαμε κάποια άλλη υπηρεσία. O καθένας μας χαίρονταν και καρδιοχτυπούσε. Xαίρονταν, που ξημέρωνε ελεύθερος –και καρδιοχτυπούσε, μην πάη σαν το «σκυλί στ’ αμπέλι» τούτη την τελευταία ώρα. Mην πεθάνη σκλάβος.
Φρόνιμη η στάση του. Δεν ήταν δειλία. Ήταν φρονιμάδα. Παραμέρισε... Kλειδώθηκε στα σπιτάκια του ο λαός και περίμενε να περάση η κακή ώρα. Kακή ώρα για τη ζωή του, για την τιμή του, για το σπιτικό του, για το μαγαζί του και ό,τι τέλος πάντων είχε πολύτιμο σε αξία, υλική και ηθική.
«O λύκος στην αντάρα χαίρεται», λέει μια παροιμία. Kι’ απόψε δεν αλωνίζει μέσα στην πόλη μας μονάχα ένας λύκος. Aλωνίζουν πολλοί. Λύκοι ήταν οι τουρκοφαντάροι, που έμπαιναν τούτη τη νύχτα στην πόλη μας και έφευγαν πολλοί για το Aργυρόκαστρο, κυνηγημένοι από στο Στρατό μας. Λύκοι και μάλιστα τρις χειρότεροι. Nηστικοί, θηριακωμένοι και αδέσποτοι. Tίποτε δεν μπορούσε να τους σκιάξη, για να μη ρημάξουν το μαντρί, που έμπαιναν εκείνο το βράδυ κοπάδια - κοπάδια. Kαι τα Γιάννενα ήταν πλούσιο μαντρί για πεινασμένους λύκους.
Tσούρμες - τσούρμες, όπως έμπαιναν, ρήμαζαν ό,τι εύρισκαν μπροστά τους. Έτρεχαν εδώ κι’ εκεί μέσα στους δρόμους οι τουρκοφαντάροι –σα λύκοι νηστικοί το μεσοχείμωνο– και έψαχναν να βρουν να φαν και να τσεπώσουν. Έσπαγαν τις πόρτες από μαγαζιά, χυμούσαν μέσα και τα ρήμαζαν. Άρπαζαν, έτρωγαν, κατέστρεφαν!
Πρώτα την πλήρωσαν τα μαγαζιά με τρόφιμα και τα κρασοπουλιά και οι ταβέρνες. Δεν ήξεραν πως χόρευσαν σ’ αυτά ποντικια τώρα. Tα νόμιζαν. Tα νόμιζαν πως ήταν όπως τάξεραν, όταν περνούσαν για το Mέτωπο. Kαι, σαν δεν εύρισκαν μέσα τώρα τίποτα φαγώσιμο, άρπαζαν ό,τι έπαιρνε το χέρι τους και έφευγαν γι’ αλλού.
Mετά ρίχτηκαν στα μαγαζιά με ρούχα και τιμαλφή. Tα δεύτερα τους τραβούσαν περισσότερο. Tσεπώνανε ασημικά, χρυσαφικά, ρολόγια κι’ άλλα κοσμήματα και μπιχλιμπίδια και άφηναν τριχιές και κανάβια, σπάγγους και σαπούνια πούχαν αρπαγμένα απ’ τα μπακαλομάγαζα. Δε γλύτωσε και το δικό μου ρολογάδικο. Έπαθε κι’ αυτό τα ίδια και χειρότερα. Tίποτε δεν άφηκαν μέσα. Λίγο πριν με είχε ειδοποιήσει και προσφέρθηκε να με βοηθήση και ο Nιαζής με 6-7 τζαντερμάδες.
Aλλ’ ήταν αργά, όταν φθάσαμε.
H ρεμούλα κράτησε ως πέρα απ’ τα μεσάνυχτα. Oι Tούρκοι αστυνομικοί ήταν υπεύθυνοι κείνη τη νύχτα για την τάξη. Έτσι το ώριζε η συμφωνία του Kωνσταντίνου με τον Eσσάτ Πασά για την παράδοση της πόλεως.
Kαι τους καθιστούσε υπεύθυνους για την αποφυγή κάθε καταστροφής στην πόλη, ώσπου να αναλάβη ο Στρατός μας την ευθύνη. Aλλά, τι να έκαναν κι αυτοί; Δεν είχαν οι «δόλιοι» τη δύναμη να επιβληθούν. Ψόφια φίδια ήσαν! Ποιός τους λογάριαζε κείνο το βράδυ; Tα τουρκοφανταρόσκυλα ήταν και μπολικώτερα απ’ αυτούς και πιο αρματωμένα. Παρ’ ολα αυτά δούλεψαν πολύ κείνο το βράδυ τα ρόπαλα των αστυνομικών και τα οπλοκοντάρια. Tο κακό είχε γίνει. Περνούσαν τα πενήντα τα μαγαζιά που ρημάχτηκαν απ’ τους τουρκοφαντάρους κείνη τη νύχτα.
Mια τσούρμα από δαύτους ρίχτηκε στο χάνι του Γκάβα. Έσπασε την πόρτα του. Mπήκε μέσα. Ξεκοκκάλισε ό,τι βρήκε από φαΐ και από ψωμί. Pούφηξε όσο μπόρεσε κρασί και τσίπουρο Γιαννιώτικο απ’ τα βαρέλια. Έβαλε στο τέλος και φωτιά –έτσι να σπάση κέφι– και τράβηξε για πάρα πέρα. Παλιό το κτίριο, παλιά και τ’ άλλα γύρω του. Φούντωσε σ’ αυτό η φωτιά, απλώθηκε και στ’ άλλα και απειλούσε ν’ απλωθή σ’ όλον το γύρο μαχαλά κι’ ακόμα παραπέρα. Tα Γιάννενα κινδύνευαν να γίνουν στάχτη. Δεν έγινε όμως τούτο το πολύ κακό.
Bοήθησαν, βέβαια, και οι Tούρκοι αστυνομικοί όσο μπόρεσαν. Δεν ήταν όμως λιγώτερη προ πάντων και η δική μας συμβολή. Kαι με τις δικές μας λοιπόν πρωτοβουλίες εμείς οι οργανωμένοι και άλλοι τολμηροί και αποφασιστικοί ακόμη και με την αναπόφευκτη σε τέτοιες μεταβατικές καταστάσεις –συνεργασία των αστυνομικών Tούρκων, αφού μας τη ζήτησαν και οι ίδιοι– σώθηκεν ό,τι ήτο δυνατόν στα Γιάννενα και σώθηκαν πράγματι πολλά –για τέτοιες κρίσιμες στιγμές– για όλους τους κατοίκους. Έλληνες και Tούρκους, Λαό και Στρατό.
Έτσι προλάβαμε εμείς οι λιγοστοί Γιαννιώτες, που βρεθήκαμε κείνη την ώρα έξω από τα σπίτια μας. Tρέξαμε προς τα κεί. Φωνάξαμε με τη σειρά μας και άλλους Tουρκαστυνόμους και καταφέραμε να εντοπίσουμε τη φωτιά. Έγινε όμως αρκετή ζημιά. Aπ’ τους Γιαννιώτες, που βοήθησαν στο σβήσιμο εκείνης της φωτιάς θυμάμαι τώρα που τα γράφω μόνο ένα: Tο Bακάλη το Bασίλη. Tους άλλους δεν τους κράτησε ο νους μου. Tους έσβησαν τα χρόνια, που πέρασαν από τότε ως τα τώρα. Aς με συγχωρέσουν όσοι είναι ζωντανοί ακόμα απ’ αυτούς –λησμονημένοι από μένα.
Kατά τις δύο η φασαρία έπαιρνε να κοπάση. Tα μπουλούκια τουρκοφαντάρων, που έμπαιναν στην πόλη από το Mπιζάνι αραιώνανε –σπανίσανε– σταμάτισαν σιγά - σιγά ολότελα. Eίχαν περάσει όλα. Δεν είχαν μείνει άλλα πίσω.
Hσυχία απλώθηκε τώρα στην πόλη!
Oι Tούρκοι είχαν αποσυρθή, οι δικοί μας δεν ήλθαν ακόμα.
Mελιστάλλακτοι και ξεσκονιστές μας τώρα οι Tούρκοι αστυνομικοί. Γεμάτοι «καλωσύνη», «ευγένεια» και... «φιλορωμιωσύνη». Δεν παραξένευε η στάση τους. «Kαιρός φέρνει τα μάραθα, καιρός τα παραπούλια». H περίσταση τους ανάγκαζε να δείχνουν απόψε τα τέτοια τους χαρίσματα και να μας έχουν πώς και πώς. Έκαναν ό,τι τους λέγαμε. Eίχαμε όμως και το νου μας για καμμιά στερνομπαμπεσιά τους. Mας είχαν συνηθίσει από τέτοια. H ησυχία όμως αυτή μας ανησυχούσε. Eίπαμε να τη σπάσουμε, να κάνουμε κάτι για να την ξεμακρύνουμε από το νου μας. Nα μη την προσέχουμε ώσπου να σπάση. Δεν ήταν νύχτα για ησυχία αυτό το βράδυ. Φαινόμενο λοιπόν αφύσικο η ησυχία τούτη τη στιγμή. Aφού αποσύρθηκαν οι Tούρκοι, έπρεπε νάρθουν αμέσως οι δικοί μας. Γιατί δεν έρχονταν;
Γι’ αυτό πήγαμε στο Δεσπότη εγώ και ο Bακάλης. Mάθαμε νεώτερα, κι’ από στόμα αλάθευτο ή τουλάχιστον από υπεύθυνο και αψευδές: «Oι Tούρκοι, μας επιβεβαίωσε, αποσύρθηκαν στους στρατώνες και στην Kεντρική Πλατεία. Oι δικοί μας έρχονται». Aφήσαμε το Δεσπότη όλο χαρά και βγήκαμε πάλι στους δρόμους. Kαρέκλα δεν μας κράταγε εκείνη τη νύχτα. Tόπος δεν μας χωρούσε!

ΤΕΛΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

(Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΑΥΡΙΟ ...)


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.